- στενάζοντας
- στενάζωsigh deeplypres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταστοναχώ — καταστοναχῶ, έω (Α) θρηνώ κάποιον στενάζοντας, κλαίω με αναστεναγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στοναχῶ «κλαίω με αναστεναγμούς»] … Dictionary of Greek